συστατικώς

συστατικώς
Μ
επίρρ. βλ. συστατικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συστατικῶς — συστατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՂԿԱՑԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 428 Chronological Sequence: 6c մ. συστατικῶς constitutive Իբրեւ բաղկացուցիչ. կացուցիչ. *Տարբերութիւն բաղկացաբար եւ բաժանաբար առեալ գոյ. Անյաղթ պորփ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”